πενταπλασιάζω

πενταπλασιάζω
ΝΑ [πενταπλάσιος]
1. πολλαπλασιάζω κάτι επί πέντε, καθιστώ κάτι πέντε φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο
2. παθ. πενταπλασιάζομαι πολλαπλασιάζομαι με το πέντε, γίνομαι πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πενταπλασιάζω — πενταπλασιάζω, πενταπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πενταπλασιάζω — πενταπλασίασα, πενταπλασιάστηκα, πολλαπλασιάζω επί πέντε, επαναλαμβάνω πέντε φορές κάτι: Ο αριθμός των μαθητών στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης πενταπλασιάστηκε σε μια δεκαετία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενταπλασιασμός — ο, ΝΜ [πενταπλασιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πενταπλασιάζω, ο πολλαπλασιασμός πλήθους ή μεγέθους με το πέντε, μεγέθυνση ή αύξηση ενός πράγματος πέντε φορές περισσότερο από ό,τι ήταν στην αρχή …   Dictionary of Greek

  • πενταπλασιαστής — ο [πενταπλασιάζω] αυτός που πενταπλασιάζει …   Dictionary of Greek

  • πενταπλώ — όω, Α [πενταπλοῡς] πολλαπλασιάζω επί πέντε, πενταπλασιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”